Οι λύσεις των εταιρειών διέπονται από ένα σύνολο ειδικών διατάξεων που περιλαμβάνονται στους εταιρικούς νόμους όπως ο Ν 4548/2018 περί ανωνύμων εταιρειών, ο Ν 3190/1955 περί Ε.Π.Ε, ο Ν 4072/2012 περί Ι.Κ.Ε και προσωπικών εταιρειών και ρυθμίζονται ιδιαίτερα από τις φορολογικές διατάξεις (Κ.Φ.Ε. Ν. 4172/2013).
Επειδή το θέμα αυτό είναι αρκετά μεγάλο και περιλαμβάνει μεγάλη περιπτωσιολογία που άπτεται και άλλων νομοθεσιών (πχ πτωχευτικός κώδικας), το παρόν άρθρο μας θα περιοριστεί στην αναφορά των βασικών σημείων που αφορούν την λύση και εκκαθάριση των ανωνύμων εταιρειών σύμφωνα με την εταιρική και φορολογική νομοθεσία.
Με εξαίρεση την περίπτωση της πτώχευσης, τη λύση της εταιρείας ακολουθεί η εκκαθάριση. Η γενική συνέλευση ή το δικαστήριο ορίζει τους εκκαθαριστές. Ο διορισμός εκκαθαριστών συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου. Οι εκκαθαριστές οφείλουν, μόλις αναλάβουν τα καθήκοντά τους, να διενεργήσουν απογραφή της εταιρικής περιουσίας και να δημοσιεύσουν ισολογισμό έναρξης εκκαθάρισης. Οι εκκαθαριστές οφείλουν να μετατρέψουν σε χρήμα την εταιρική περιουσία, να εξοφλήσουν τα χρέη της και να εισπράξουν τις απαιτήσεις της. Μπορούν να ενεργήσουν και νέες πράξεις, εφόσον με αυτές εξυπηρετούνται η εκκαθάριση και το συμφέρον της εταιρείας.
Εάν η εκκαθάριση διαρκεί πέραν του έτους, κάθε έτος οι εκκαθαριστές συντάσσουν ενδιάμεσες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, οι οποίες υποβάλλονται στη γενική συνέλευση των μετόχων με έκθεση των αιτίων, τα οποία παρεμπόδισαν το τέλος της εκκαθάρισης. Στο τέλος συντάσσονται χρηματοοικονομικές καταστάσεις πέρατος της εκκαθάρισης. Με βάση τις εγκεκριμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις πέρατος της εκκαθάρισης οι εκκαθαριστές διανέμουν το προϊόν της εκκαθάρισης στους μετόχους, σύμφωνα με τα δικαιώματα αυτών. Αν συμφωνούν όλοι οι μέτοχοι, η διανομή μπορεί να γίνει και με αυτούσια απόδοση σ’ αυτούς περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. Με το πέρας της εκκαθάρισης, ο εκκαθαριστής μεριμνά για τη διαγραφή της εταιρείας από το Γ.Ε.ΜΗ.
Αναφορικά με τις φορολογικές διατάξεις, η θέση μιας εταιρεία σε εκκαθάριση δηλώνεται στο φορολογικό μητρώο της ΑΑΔΕ συνυποβάλλοντας κατά περίπτωση την σχετική ανακοίνωση καταχώρησης στο Γ.Ε.ΜΗ καθώς και τα στοιχεία των εκκαθαριστών. Ως ημερομηνία μεταβολής, καταχωρείται στο υποσύστημα Μητρώου η ημερομηνία καταχώρισης της απόφασης στο Γ.Ε.ΜΗ (πολ. 1084/2014).
Η ημερομηνία που η εταιρεία τίθεται σε εκκαθάριση αποτελεί την έναρξη ενός νέου φορολογικού έτους, ενώ η προηγούμενη ημέρα αποτελεί την ημερομηνία λήξης του τελευταίου φορολογικού έτους πριν την εκκαθάριση. Όλη η χρονική περίοδος κατά την οποία η εταιρεία βρίσκεται σε εκκαθάριση και ανεξάρτητα από τα έτη τα οποία αυτή διαρκεί, θεωρείται για φορολογικούς σκοπούς ως μία ενιαία φορολογική περίοδος.
Η Δήλωση φορολογίας εισοδήματος του Νομικού Προσώπου για την περίοδο πριν την θέση σε εκκαθάριση υποβάλλεται κανονικά μέχρι και την τελευταία εργάσιμη ημερά του έκτου μήνα από το τέλους του φορολογικού έτους πριν την εκκαθάριση. Εφόσον η εκκαθάριση διαρκεί περισσότερο από 12 μήνες τότε υποβάλλεται προσωρινή δήλωση για τα εισοδήματα κάθε έτους και μέσα σε ένα (1) μήνα από τη λήξη αυτού, επιφυλασσομένης της υποβολής οριστικής δήλωσης συγχρόνως με τη λήξη της εκκαθάρισης. Κατά την λήξη της εκκαθάρισης η οριστική δήλωση υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν σε όλη την περίοδο αυτή (παρ. 2 άρθρου 68 Κ.Φ.Ε.). Ως ημερομηνία λήξης της περιόδου εκκαθάρισης θεωρείται για την ΑΑΔΕ η ημερομηνία καταχώρησης στο Γ.Ε.ΜΗ. του Ισολογισμού λήξης της εκκαθάρισης (πολ. 1045/2015).
Ο φόρος που τυχόν προκύπτει τόσο από τις προσωρινές όσο και από την οριστική δήλωση του Ν.Π. που έχει τεθεί σε εκκαθάριση καταβάλλεται εφάπαξ με την υποβολή της δήλωσης και όχι σε δόσεις (παρ. 3 άρθρου 68 Κ.Φ.Ε.).
Προκαταβολή φόρου υπολογίζεται και επί των προσωρινών δηλώσεων που υποβάλλονται ενώ δεν υπολογίζεται στην οριστική δήλωση κατά την λήξη της εκκαθάρισης (παρ. 5 άρθρου 71 Κ.Φ.Ε.)
Ενδεχόμενη ζημία που προκύπτει στο φορολογικό έτος πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης μεταφέρεται για συμψηφισμό με τα κέρδη/ζημίες της οριστικής δήλωσης της λήξης της εκκαθάρισης και όχι με τυχόν κέρδη που προκύπτουν από τις προσωρινές δηλώσεις. Τυχόν ζημία που προκύπτει από προσωρινές δηλώσεις κατά την διάρκεια της εκκαθάρισης δεν υπόκειται στον περιορισμό του χρόνου συμψηφισμού στην 5ετία καθόσον όπως αναφέραμε η περίοδος της εκκαθάρισης νοείται ως ενιαία για φορολογικούς σκοπούς.
Σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο που έχει τεθεί σε εκκαθάριση εμφανίζει αποθεματικά από κέρδη για τα οποία δεν έχει καταβληθεί φόρος εισοδήματος αυτά θα πρέπει να υπαχθούν σε φόρο στο όνομα του νομικού προσώπου κατά το χρόνο ολοκλήρωσης της εκκαθάρισης.
Τέλος, τα χρηματικά ποσά που αποδίδονται στους μετόχους κατά την λήξη της εκκαθάρισης (ήτοι το προϊόν της εκκαθάρισης) εφόσον υπερβαίνουν το μετοχικό κεφάλαιο και την τυχόν καταβληθείσα διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, θεωρούνται ως διανεμόμενα κέρδη / μερίσματα για τα οποία υπάρχει υποχρέωση παρακράτησης φόρου με συντελεστή 5% (άρθρο 57 Κ.Φ.Ε.) ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί της απαλλαγής των ενδοομιλικών μερισμάτων (άρθρα 48 και 63 του Κ.Φ.Ε.).
Σταύρος Πετριδίσογλου
Δημοσιεύτηκε στην κυριακάτικη εφημερίδα Καθημερινή στις 3/12/2023