NEWSROOM

Φορολόγηση κατά την έξοδο


Με την οδηγία του Συμβουλίου της ΕΕ 1164/2016 θεσπίσθηκαν κανόνες για την αποθάρρυνση των πρακτικών φοροαποφυγής στο πλαίσιο των συστάσεων ενάντια στην διάβρωσης της φορολογικής βάσης και της μετατόπισης των κερδών (BEPS) του ΟΟΣΑ.

Ένας από αυτούς τους κανόνες υιοθετήθηκε στο άρθρο 66Α «Φορολόγηση κατά την έξοδο» του Ελληνικού ΚΦΕ με εφαρμογή από 1.1.2020 (παρ. 56 άρθρου 72 ΚΦΕ), και αφορά την περίπτωση κατά την οποία μία εγκατεστημένη στην Ελλάδα εταιρεία ή μία μόνιμη εγκατάσταση αλλοδαπής εταιρείας που υπόκεινται σε εταιρικό φόρο στην Ελλάδα μεταφέρει περιουσιακά στοιχεία ή την φορολογική κατοικία σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ ή σε τρίτη χώρα εκτός της δικαιοδοσίας της χώρας μας, χωρίς όμως να αλλάζει η κυριότητα αυτών. Οπότε στο μέλλον η Ελλάδα θα χάνει το δικαίωμα της φορολόγησης των οικονομικών ωφελειών που θα προέρχονταν από αυτήν.

Με τις διατάξεις αυτές προβλέπεται ότι εφόσον ισχύσουν τα παραπάνω, η εταιρεία ή η μόνιμη εγκατάσταση της αλλοδαπής εταιρείας στην Ελλάδα θα υπόκειται σε φόρο εισοδήματος (εταιρικό φόρο με συντελεστή 22%) επί ποσού που ισούται με την διαφορά της αγοραίας αξίας των περιουσιακών στοιχείων που μεταφέρει, κατά τη στιγμή της εξόδου αυτών, μείον την αξία τους όπως αυτή προκύπτει στην φορολογική βάση των λογιστικών αρχείων της κατά τον χρόνο της εξόδου.

Στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι οι φορολογικές αυτές διατάξεις στην παρούσα μορφή τους δεν έχουν εφαρμογή για τα φυσικά πρόσωπα.

Οι περιπτώσεις που θεωρείται ότι συντελείται μεταφορά περιουσιακού στοιχείου είναι οι ακόλουθες:  
α) όταν μεταφέρονται περιουσιακά στοιχεία από την έδρα μίας εταιρείας στην ημεδαπή στη μόνιμη εγκατάστασή αυτής σε άλλο κράτος-μέλος, ή σε τρίτη χώρα, εφόσον η Ελλάδα παύει να έχει δικαίωμα φορολόγησης των μεταφερομένων περιουσιακών στοιχείων, εξαιτίας της μεταφοράς,
β) όταν μεταφέρονται περιουσιακά στοιχεία  από τη μόνιμη εγκατάσταση μιας αλλοδαπής εταιρείας στην ημεδαπή στην έδρα της ή σε άλλη μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος-μέλος, ή σε τρίτη χώρα, εφόσον η Ελλάδα παύει να έχει δικαίωμα φορολόγησης των μεταφερομένων περιουσιακών στοιχείων, εξαιτίας της μεταφοράς,
γ) όταν μία εταιρεία μεταφέρει την φορολογική της κατοικίας από την Ελλάδα σε άλλο κράτος-μέλος, ή σε τρίτη χώρα, εκτός από εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία παραμένουν ουσιωδώς συνδεδεμένα με μόνιμη εγκατάσταση στην ημεδαπή,
δ) όταν μεταφέρεται η  δραστηριότητα που ασκεί η μόνιμη εγκατάστασή μιας αλλοδαπής εταιρείας από την Ελλάδα σε άλλο κράτος-μέλος, ή σε τρίτη χώρα, εφόσον η Ελλάδα παύει να έχει δικαίωμα φορολόγησης των μεταφερομένων περιουσιακών στοιχείων, εξαιτίας της μεταφοράς.

Είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι οι μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, μεταξύ μιας μητρικής εταιρείας και των θυγατρικών της δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του προβλεπόμενου κανόνα σχετικά με τη φορολόγηση κατά την έξοδο (παρ. 10 της αιτιολογικής της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/1164).

Η εξακρίβωση της αγοραίας αξίας των περιουσιακών στοιχείων που μεταφέρονται μπορεί να γίνει: α) με σύνταξη έκθεσης αποτίμησης από δύο (2) ορκωτούς ελεγκτές ή ελεγκτική εταιρεία ή, κατά περίπτωση, από δύο ανεξάρτητους πιστοποιημένους εκτιμητές, β) με βάση την αξία αυτών όπως απεικονίζεται για λογιστικούς σκοπούς στα λογιστικά αρχεία της εταιρείας ή της μόνιμης εγκατάστασης, εφόσον η επιμέτρηση των στοιχείων αυτών διενεργείται στην εύλογη αξία γ) με βάση την αξία των μεταφερόμενων περιουσιακών στοιχείων, όπως αυτή προσδιορίζεται από τον φάκελο τεκμηρίωσης ενδοομιλικών συναλλαγών (άρθρο 21 του ν. 4987/2022).

Ο φόρος που οφείλεται αποδίδεται στο Δημόσιο με δήλωση, η οποία υποβάλλεται τρείς (3) εργάσιμες ημέρες πριν από την επέλευση των γεγονότων και ο φόρος καταβάλλεται εφάπαξ ή σε πέντε (5) ισόποσες ετήσιες άτοκες δόσεις, εφόσον η μεταφορά γίνεται σε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ ή σε χώρα που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία για τον ΕΟΧ. Ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης αυτής ορίσθηκε με την απόφαση του Διοικητική της ΑΑΔΕ Α 1231/2020 (ΦΕΚ Β' 4735/26.10.2020.

Οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται με την προϋπόθεση ότι τα περιουσιακά στοιχεία που μεταφέρονται πρόκειται να επανέλθουν στην ημεδαπή εντός περιόδου δώδεκα (12) μηνών και για ειδικές περιπτώσεις. Στην περίπτωση αυτή υποβάλλεται μηδενική δήλωση και η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να απαιτήσει κατάθεση εγγυητικής επιστολής ισόποσης με το ποσό του φόρου.

 

Σταύρος Πετριδίσογλου