Με βάση την γενική αρχή της φορολογίας εισοδήματος, το κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου προσδιορίζεται για κάθε φορολογικό έτος με βάση το λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης, ο οποίος συντάσσεται σύμφωνα τα λογιστικά πρότυπα που προβλέπονται στην ελληνική νομοθεσία. Σε περίπτωση που η επιχείρηση εφαρμόζει Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, το κέρδος προσδιορίζεται αποκλειστικά, σύμφωνα με τον πίνακα φορολογικών αποτελεσμάτων χρήσης (παρ. 2 άρθρου 21 ΚΦΕ). Επομένως σύμφωνα με το παραπάνω το φορολογητέο εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα προκύπτει με βάση το αποτέλεσμα που προκύπτει από τα βιβλία και τα στοιχεία μίας επιχείρησης και το οποίο προσαρμόζεται στην συνέχεια με τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ της λογιστικής και φορολογικής βάσης των εσόδων και εξόδων.
Επιπλέον, με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ - Ν 5104/2024 άρθρο 13 παρ. 1), ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο με εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα υποχρεούται να τηρεί αξιόπιστο λογιστικό σύστημα και κατάλληλα λογιστικά αρχεία (βιβλία και στοιχεία), για τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και άλλων πληροφοριών, σύμφωνα με τα λογιστικά πρότυπα που προβλέπονται στην ελληνική νομοθεσία και για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της φορολογικής νομοθεσίας. Το λογιστικό σύστημα και τα λογιστικά αρχεία θα πρέπει να εξετάζονται ως ενιαίο σύνολο και όχι αποσπασματικά στα επιμέρους συστατικά τους, σε ό,τι αφορά την αξιοπιστία και την καταλληλότητά τους.
Στο ίδιο πνεύμα και τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα (Ν 4308/2014 άρθρο 5 παρ. 1) ορίζουν ότι η διοίκηση μιας εταιρείας έχει την ευθύνη της τήρησης αξιόπιστου λογιστικού συστήματος και κατάλληλων λογιστικών αρχείων για τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και άλλων πληροφοριών, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου ή, σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α., κατά περίπτωση.
Ωστόσο, όταν κατά τον φορολογικό έλεγχο μιας επιχείρησης διαπιστώνεται ότι τα βιβλία και στοιχεία μίας επιχείρησης έχουν τηρηθεί κατά τρόπο που καθιστά αδύνατη τη διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων ή καθιστά μη αξιόπιστο το λογιστικό σύστημα, με το άρθρο 28 του Κ.Φ.Ε. προβλέπεται ότι ο προσδιορισμός του εισοδήματος (αλλά ενδεχομένως και του ΦΠΑ σύμφωνα με την εγκύκλιο της ΑΑΔΕ Ε 2047/5.7.2023) μπορεί να μην στηριχθεί στο αποτέλεσμα που προκύπτει από τα βιβλία όπως αναφέραμε παραπάνω, αλλά να προσδιοριστεί με βάση κάθε διαθέσιμο στοιχείο και πληροφορίες που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση ή με έμμεσες μεθόδους ελέγχου, ιδίως όταν ισχύει κάποια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Τα λογιστικά αρχεία δεν τηρούνται ή οι οικονομικές καταστάσεις δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον νόμο για τα λογιστικά πρότυπα.
β) Τα φορολογικά στοιχεία ή τα λοιπά προβλεπόμενα σχετικά δικαιολογητικά δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον Κ.Φ.Δ.
γ) Τα λογιστικά αρχεία ή φορολογικά στοιχεία δεν προσκομίζονται στη Φορολογική Διοίκηση εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών κατόπιν έγγραφου αιτήματος και μετά από δύο σχετικές προσκλήσεις.
δ) Υπάρχει σημαντική αναντιστοιχία μεταξύ των δηλούμενων οικονομικών μεγεθών, ιδίως των αγορών, των πωλήσεων και των αποθεμάτων.
ε) Δεν επαληθεύεται ο συντελεστής μικτού κέρδους που προκύπτει από τα δηλούμενα αποτελέσματα με αυτόν που προκύπτει βάσει των παραστατικών αγορών και πωλήσεων ή υπάρχει αδικαιολόγητη μεταβολή αυτού μεταξύ διαδοχικών ετών.
στ) Δηλώνεται ζημία σε τρία (3) τουλάχιστον συνεχόμενα φορολογικά έτη και δεν προκύπτει ο τρόπος χρηματοδότησης της επιχείρησης, με τον οποίο καλύπτονται οι υποχρεώσεις της.
Ειδικά το εισόδημα φυσικών προσώπων, και ανεξάρτητα από το αν προέρχεται από άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, μπορεί επίσης να προσδιορίζεται με βάση κάθε διαθέσιμο στοιχείο ή έμμεσες μεθόδους ελέγχου, όταν το ποσό του δηλούμενου εισοδήματος δεν επαρκεί για την κάλυψη των προσωπικών δαπανών διαβίωσης ή σε περίπτωση που υπάρχει προσαύξηση περιουσίας η οποία δεν καλύπτεται από το δηλούμενο εισόδημα.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να ακολουθήσεις μία από τις μεθόδους έμμεσου προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης οι οποίες προβλέπονται από το άρθρο 32 του Κ.Φ.Δ και είναι οι ακόλουθες:
α) η αρχή των αναλογιών,
β) η ανάλυση ρευστότητας του φορολογούμενου,
γ) η καθαρή θέση του φορολογούμενου,
δ) η σχέση της τιμής πώλησης προς τον συνολικό όγκο κύκλου εργασιών και
ε) το ύψος των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά.
Με τις ως άνω τεχνικές μπορούν να προσδιορίζονται τα φορολογητέα εισοδήματα των φορολογουμένων, τα ακαθάριστα έσοδα, οι εκροές και τα φορολογητέα κέρδη βάσει των γενικά παραδεκτών αρχών και τεχνικών της ελεγκτικής.
Σταύρος Πετριδίσογλου
Δημοσιεύτηκε στην κυριακάτικη εφημερίδα Καθημερινή στις 2/6/2024