NEWSROOM

Πίστωση φόρου αλλοδαπής και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται


Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο μας άρθρο, ο φορολογικός κάτοικος Ελλάδας (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) φορολογείται για όλα τα εισοδήματά του που προκύπτουν κατά τη διάρκεια ενός φορολογικού έτους ανεξάρτητα από το αν αυτά έχουν αποκτηθεί στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή. Ωστόσο εάν τα εισοδήματα έχουν αποκτηθεί στην αλλοδαπή και έχουν φορολογηθεί στην αλλοδαπή, είτε με ιδιαίτερη δήλωση είτε μέσω παρακράτησης, τότε για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης του εισοδήματος αυτού, ο φόρος που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή μπορεί να μειώσει το ποσό του φόρου που οφείλεται στην Ελλάδα για το ίδιο εισόδημα (άρθρο 9 Κ.Φ.Ε.).   

Η ανωτέρω μέθοδος της πίστωσης του φόρου που υιοθέτησε η Ελλάδα στην εσωτερική της φορολογική νομοθεσία ως τρόπο αποφυγής της διπλής φορολογίας, και η οποία επίσης προβλέπεται στις περισσότερες Συμβάσεις περί Αποφυγής Διπλής Φορολογίας (Σ.Α.Δ.Φ) που έχουν υπογραφεί με άλλες χώρες, δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που από κάποιες Σ.Α.Δ.Φ. προβλέπεται ότι το συγκεκριμένο εισόδημα απαλλάσσεται από το φόρο στην αλλοδαπή και φορολογείται μόνο στην Ελλάδα.

Επιπλέον, σημειώνεται ότι η εν λόγω μείωση του φόρου εισοδήματος, κατά το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή, δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα. Επομένως, σε περίπτωση που με την αφαίρεση αυτή προκύπτει πιστωτικό υπόλοιπο, το ποσό αυτό δεν επιστρέφεται.

Η μη επιστροφή του φόρου αλλοδαπής σε περίπτωση πιστωτικού υπολοίπου δημιούργησε ζήτημα στα νομικά πρόσωπα για την σειρά με την οποία θα συμψηφίζεται ο φόρος αλλοδαπής, όταν από τον οφειλόμενο φόρο του νομικού προσώπου θα έπρεπε να συμψηφιστεί και ο τυχόν παρακρατούμενος φόρος στην Ελλάδα αλλά και η προκαταβολή φόρου και λόγω αυτού του συνολικού συμψηφισμού προέκυπτε θέμα πιστωτικού υπολοίπου και συνεπώς επιστροφής φόρου. Όπως όμως έγινε τελικά δεκτό από την ΑΑΔΕ (πολ. 2089/2021) μετά από τις αποφάσεις του ΣτΕ 652/2020 και ΣτΕ 653/2020, ο φόρος αλλοδαπής που προκύπτει από χώρα με την οποία υφίσταται Σ.Α.Δ.Φ. εκπίπτει κατά προτεραιότητα έναντι των λοιπών φόρων που παρακρατήθηκαν ή προκαταβλήθηκαν στην Ελλάδα, με τους όρους και τις προϋποθέσεις και μέχρι του ύψους που ορίζουν οι εφαρμοστέες διατάξεις της οικείας Σ.Α.Δ.Φ. Επομένως το τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο μετά τον συμψηφισμό του φόρου αλλοδαπής θεωρείται ότι προέρχεται από τυχόν παρακρατηθέντες ή προκαταβληθεντες φόρους Ελλάδας και συνεπώς επιστρέφεται.

Αντίθετα, για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν υφίσταται Σ.Α.Δ.Φ, ο φόρος αλλοδαπής, αφαιρείται από το φόρο εισοδήματος μετά την αφαίρεση τυχόν παρακρατηθέντων και προκαταβληθέντων φόρων και εφόσον στην συνέχεια προκύψει πιστωτικό υπόλοιπο αυτό δεν επιστρέφεται.

Τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για να επιτευχθεί η έκπτωση του φόρου αλλοδαπής σύμφωνα με την εγκύκλιο πολ. 1026/2014 είναι τα ακόλουθα.
    Για τις χώρες με τις οποίες η Ελλάδα έχει υπογράψει Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Εισοδήματος (Σ.Α.Δ.Φ.), βεβαίωση της αρμόδιας φορολογικής αρχής, από την οποία να προκύπτει ο φόρος που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή.

    Για τις λοιπές χώρες, με τις οποίες δεν υφίσταται Σ.Α.Δ.Φ, βεβαίωση της αρμόδιας φορολογικής αρχής ή Ορκωτού Ελεγκτή.

    Σε περίπτωση παρακράτησης φόρου από αλλοδαπό νομικό ή φυσικό πρόσωπο, απαιτείται βεβαίωση από το πρόσωπο αυτό, θεωρημένη από την αρμόδια φορολογική αρχή, ή βεβαίωση Ορκωτού Ελεγκτή. Η θεώρηση αυτή δεν απαιτείται όταν η παρακράτηση διενεργείται από δημόσιο φορέα, ασφαλιστικό οργανισμό ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

Η βεβαίωση της αρμόδιας φορολογικής αρχής θα πρέπει να φέρει την επισημείωση της Χάγης, εφόσον το αλλοδαπό κράτος εμπίπτει στην κατάσταση των κρατών που έχουν προσχωρήσει στη Σύμβαση της Χάγης. Για τα κράτη τα οποία δεν έχουν προσχωρήσει στην ανωτέρω Σύμβαση, ισχύει η προξενική θεώρηση. Η σχετική βεβαίωση υποβάλλεται πρωτότυπη και απαιτείται η επίσημη μετάφρασή της στην Ελληνική γλώσσα.

Στην περίπτωση που ο φόρος αλλοδαπής έχει καταβληθεί σε άλλο νόμισμα πέραν του ευρώ  (π.χ. σε δολάρια Η.Π.Α.), για τις ανάγκες της πίστωσης του φόρου αλλοδαπής λαμβάνεται υπόψη η ισοτιμία ευρώ και ξένου νομίσματος, όπως αυτή προκύπτει κατά την ημερομηνία καταβολής του φόρου στην αλλοδαπή που αναγράφεται στη σχετική βεβαίωση της αρμόδιας φορολογικής αρχής ή του Ορκωτού Ελεγκτή. Σε περίπτωση όμως πληρωμών που καταβάλλονται περιοδικά, η μετατροπή θα πρέπει να γίνει με βάση τη μέση ετήσια ισοτιμία, όπως αυτή καθορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος (πολ. 1067/2015).

Σταύρος Πετριδίσογλου

Δημοσιεύτηκε στην κυριακάτικη εφημερίδα Καθημερινή στις 7/7/2024